Την ενοχή των δύο γιατρών, που κατηγορούνται για τον θάνατο 24χρονου από την Κεραμωτή Καβάλας, ζήτησε η εισαγγελέας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου εκδικάζεται η υπόθεση. Ο 24χρονος έχασε τη ζωή του τον Μάιο του 2017, λίγες ημέρες αφότου είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου, επειδή ήταν υπέρβαρος. Η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε σήμερα να κηρυχθούν ένοχοι οι δύο γιατροί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, διά παραλείψεως.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η εισαγγελέας στην πρότασή της, έκανε λόγο για αμέλεια κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων και γι’ αυτό ζήτησε την καταδίκη τους.
Στο εδώλιο του Πλημμελειοδικείου κάθονται ο γιατρός που τοποθέτησε τον γαστρικό δακτύλιο σε ιδιωτική κλινική της Θεσσαλονίκης κι ένας συνάδελφός του από το νοσοκομείο της Καβάλας, όπου είχε διακομιστεί ο 24χρονος μετά τις επιπλοκές που παρουσιάστηκαν στην υγεία του.
Η εισαγγελική λειτουργός ανέφερε για τον πρώτο, μεταξύ άλλων, ότι δεν ενημέρωσε για τις πιθανές επιπλοκές του χειρουργείου, επιδεικνύοντας αμέλεια και ολιγωρία κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, όταν η κατάσταση της υγείας του άτυχου 24χρονου παρουσίασε επιδείνωση. Σε ό,τι αφορά στον δεύτερο, η εισαγγελέας είπε ότι επέμεινε στη διάγνωση της πνευμονικής εμβολής, παρότι από την κλινική εικόνα του ασθενούς και τα εργαστηριακά ευρήματα υπήρχαν ενδείξεις για περιτονίδα.
Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα, ο θάνατος του 24χρονου επήλθε από “πολυοργανική ανεπάρκεια επί εδάφους περιτονίτιδας”.
Αρνούνται την κατηγορία οι δύο γιατροί
Οι δύο κατηγορούμενοι στις απολογίες τους αποποιήθηκαν των ευθυνών τους, αρνούμενοι την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τους καταλογίζεται.
Πιο συγκεκριμένα, ο γιατρός που του τοποθέτησε τον γαστρικό δακτύλιο επισήμανε ότι προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ιατρικές πράξεις, τονίζοντας ότι είχε εξηγήσει στον παθόντα τα υπέρ και κατά της συγκεκριμένης επέμβασης, και τον ενημέρωσε για τις πιθανές επιπλοκές. “Δεν ανέφερα ποτέ ότι πρόκειται για επέμβαση ρουτίνας. Επιπλοκές συμβαίνουν και παίρνουμε όλα τα μέτρα προφύλαξης. Προσπαθούμε να τις προβλέψουμε αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε πάντα να τις αποφύγουμε”, είπε χαρακτηριστικά.
Από την άλλη, ο συγκατηγορούμενός του περιέγραψε αναλυτικά το ιστορικό του συγκεκριμένου περιστατικού, υποστηρίζοντας ότι η άποψη που σχημάτισε ήταν “να χειρουργήσω τον ασθενή θεωρώντας ότι πρέπει να ψάξω”.
Ο ίδιος απέδωσε σε απόφαση του προϊσταμένου του διευθυντή το γεγονός ότι το περιστατικό δεν αντιμετωπίστηκε τελικά χειρουργικά στο νοσοκομείο της Καβάλας, αλλά σε κλινική της Θεσσαλονίκης, όπου διακομίστηκε στη συνέχεια ο ασθενής. “Ο συντονιστής διευθυντής επέμεινε να μην γίνει το χειρουργείο στο νοσοκομείο […] Δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω […] Δεν ξέρω εάν θα ζούσε, αν γινόταν το χειρουργείο στην Καβάλα”, τόνισε.
Η διαδικασία συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης, ενώ στη συνέχεια θα γίνει γνωστή η ετυμηγορία του Δικαστηρίου.